Υπάρχουν δύο κατηγορίες μαθητών με τους οποίους οι καθηγητές/καθηγήτριες πρέπει να ασχοληθούν περισσότερο, οι οποίες δεν έχουν τόσο να κάνουν με το γλωσσικό ταλέντο ή την ευχέρεια στη μάθηση, αλλά εξαρτώνται κυρίως από άλλους παράγοντες.
του Βαγγέλη Κουκίδη
Το ένα είδος μαθητών είναι οι λεγόμενοι «αλεξιπτωτιστές». Στην ιδανική περίπτωση ο/η μαθητής/μαθήτρια μάθαινε ως τώρα κάπου αλλού Γερμανικά, οι γνώσεις του/της είναι καλές, οπότε μπορούμε να τον/την εντάξουμε χωρίς κανένα πρόβλημα στο τμήμα μας. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, εμείς οι διδάσκοντες δεν έχουμε τόσο μεγάλη τύχη και οι «αλεξιπτωτιστές» έχουν μικρά, μεσαία ή και μεγάλα κενά τα οποία εμποδίζουν την περαιτέρω εκμάθηση της γλώσσας.
Το άλλο είδος μαθητών είναι οι «ξεχασμένοι μαθητές». Πρόκειται για μαθητές οι οποίοι σταμάτησαν τα Γερμανικά τουλάχιστον πριν πέντε χρόνια, και τώρα θέλουν να φρεσκάρουν ή να διευρύνουν τις γνώσεις τους. Σπάνια όμως είναι σε θέση να μπορούν έτσι απλά να συνεχίσουν να μαθαίνουν από το σημείο που είχαν σταματήσει. Οι «ξεχασμένοι μαθητές» δεν είναι καινούρια μόδα, όμως τα τελευταία χρόνια άρχισε να επεκτείνεται, καθώς τα Γερμανικά για διάφορους λόγους γίνονται όλο και πιο δημοφιλή.
Η πιο ασφαλής προσέγγιση και των δύο περιπτώσεων είναι η εξής: Πρώτα πρέπει να εξακριβωθεί το επίπεδο του/της εκάστοτε μαθητή/μαθήτριας. Σίγουρα μπορούμε να σκεφτούμε, εκ των προτέρων και βάσει εμπειρίας, τι να μας περιμένει. Αλλά δεν θα πρέπει να στηριχτούμε μόνο στην εμπειρία μας. Γι’ αυτό ένα τεστ κατάταξης ή ένα διαγνωστικό τεστ – αν και η εύρεση του δεν είναι εύκολη – μπορεί να βοηθήσει. Στην ιστοσελίδα μας στην κατηγορία «κατατακτήρια τεστ» μπορείτε να βρείτε μια μικρή, αλλά χρήσιμη συλλογή. Ένα ακόμα εκτενές τεστ βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του «Das große deutsche Übungsbuch».
Μετά από το εκάστοτε τεστ έχουμε ένα αποτέλεσμα στα χέρια μας. Και τι κάνουμε τώρα; Πρέπει να εξηγήσουμε στους ενδιαφερόμενους ποια είναι η παρούσα κατάσταση. Τι, δηλαδή, μπορούμε να δεχτούμε ως γνωστό και τι πρέπει να διδαχθεί εκ νέου. Συχνά κάποιοι μαθητές λένε ότι ξέρουν ποιο είναι το επίπεδό τους, ότι θα κάνουν μόνοι τους επανάληψη παράλληλα με το μάθημα και ότι απλώς χρειάζονται χρόνο να προσαρμοστούν ξανά στη διαδικασία της μάθησης. Τέτοιες δηλώσεις και επιθυμίες ακούμε συχνά, δεν μπορούμε όμως να στηρίξουμε τη δουλειά μας μόνο σ’ αυτές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να δείξουμε στους μαθητές τα αποτελέσματα και να τους εξηγήσουμε ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα.
Ο κανόνας μου είναι εύκολος και σαφής: Καταφέρνει ο/η μαθητής/μαθήτρια να πιάσει στο τεστ τόσες μονάδες που αντιστοιχούν στα 2/3 του εκάστοτε επιπέδου, τότε του «επιτρέπω» να ξεκινήσει με το επόμενο επίπεδο. Αν πιάσει λιγότερες μονάδες, πρέπει να επαναλάβει το ίδιο επίπεδο από την αρχή. Για μια καλή επανάληψη μπορούμε να προτείνουμε τα εξής βιβλία:
- Επανάληψη γραμματικής A1-B1: Grammatik Aktiv A1-B1, DUDEN Lern- und Übungsgrammatik DaF
- Επανάληψη γραμματικής από B1 και πάνω: Γερμανική Γραμματική και Συντακτικό / Die große deutsche Lernergrammatik και Das große deutsche Übungsbuch (A1-C2), Grammatik aktiv B2-C1
- Επανάληψη λεξιλογίου A1-B1: DUDEN Wortschatztrainer DaF, Lextra Übungsbuch Grundwortschatz
- Επανάληψη επιπέδου A1, A2 ή B1 για ενήλικες: studio [express], Weitblick B1+
- Επανάληψη επιπέδου B2 για ενήλικες: Werkstatt B2
- Επανάληψη επιπέδου C1 για ενήλικες: Station C1
- Επανάληψη επιπέδου για παιδιά A1.1 έως B1: prima plus
Πέρα από αυτό δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, τι μας διδάσκει η εμπειρία μας. Αν δεχτούμε να συνεχίσει ένας μαθητής με αρκετά κενά στο επόμενο επίπεδο, τότε αυτά συνήθως μεγαλώνουν και δημιουργούν με τη σειρά τους και άλλα προβλήματα. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό οι ήδη υπάρχουσες αδυναμίες να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποτελεσματικά.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την προσέγγισή μας, όπως για παράδειγμα ο περιορισμένος χρόνος, η περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των μαθητών κ.ο.κ. Αυτούς τους παράγοντες πρέπει να τους σεβαστούμε, ειδικά στους ενήλικες. Πρέπει να έχουμε ορισμένη ευελιξία στις αποφάσεις μας. Αλλά θα πρέπει να μπορούμε να λέμε και «Όχι». Ως διδάσκοντες είναι το καθήκον μας να προσγειώνουμε τους μαθητές και κάποιες φορές να είμαστε αυστηροί μαζί τους. Μακροπρόθεσμα αξίζει τον κόπο.
Και όπως λέει μια παροιμία: Δεν είμαι τόσο πλούσιος, για να αγοράζω φτηνά πράγματα. Που σημαίνει ότι για να μπορείς να σπαταλήσεις χρόνο και χρήμα, επιλέγοντας το λάθος, αλλά πιο βολικό και εύκολο δρόμο, πρέπει να έχεις και τη δυνατότητα να το ρισκάρεις.
Σε τελική ανάλυση είναι το καθήκον μας να αντιμετωπίζουμε τους μαθητές / τις μαθήτριες μας διδακτικά και ανθρώπινα με τον κατάλληλο τρόπο, να τους δείχνουμε τον σωστό δρόμο και να τους προφυλάσσουμε από την δική τους λανθασμένη απόφαση. Δεν είναι απλώς πελάτες τους οποίους πρέπει να ικανοποιήσουμε, κάτι που ως καθηγητές και καθηγήτριες Γερμανικών δεν κάνει ποτέ να ξεχνάμε.